- κράσπεδο
- το (AM κράσπεδον)1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ)3. φρ. α) «τα κράσπεδα τού όρους» — οι πρόποδες, οι υπώρειες τού βουνούβ) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα τής παράταξης, οι άκρες τής στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», Ευρ.)νεοελλ.1. ζωολ. όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο σκιάδιο τού σώματός τους και το οποίο με τη συστολή και διαστολή του προκαλεί εισροή και εκροή τού νερού, χάρη στις οποίες μετακινείται το ζώο2. φρ. «κράσπεδο πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο τμήμα τού πεζοδρομίου προς την πλευρά τού δρόμουαρχ.1. τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῑς κρασπέδοις Εὐρωπίας», Ευρ.)2. πάθηση τής σταφυλής τού λαιμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράσ-πεδον. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. κάρα*, (τὸ), κράς, -κρατός (ὁ, ἡ) «κεφάλι, κορυφή», ενώ β' είναι η λ. πέδον «πεδιάδα, έδαφος» (πρβλ. γή-πεδον, δά-πεδον), οπότε η αρχική σημ. τής λ. θα ήταν «το ψηλότερο σημείο»].
Dictionary of Greek. 2013.